- Θεοφίλου
- Θεόφιλοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεοφίλου — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Γεώργιος. Ως αξιωματικός πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες. Μετά την απελευθέρωση, κρίθηκε άξιος του βαθμού του υποπλοιάρχου. 2. Κωνσταντίνος. Αδελφός του προηγούμενου, πλοίαρχος μικρού πλοίου … Dictionary of Greek
θεοφίλου — θεόφιλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Θεόφιλου (Λέσβου) — Το μουσείο, που στεγάζει μεγάλο αριθμό έργων του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζιμιχαήλ, χτίστηκε με δωρεά του εκδότη και τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη Τεριάντ το 1962 στο κτήμα του στη Βαρειά της Μυτιλήνης, όπου λειτουργεί και το μουσείο που… … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Θεοδώρα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στην Αλεξάνδρεια την εποχή των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (3ος αι.). Τη συνέλαβαν και για να την τιμωρήσουν την έκλεισαν σε πορνείο. Δραπέτευσε με τη βοήθεια του στρατιωτικού άρχοντα Διδύμου … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η … Dictionary of Greek
θέκλα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γεννήθηκε στο Ικόνιο της Λυκαονίας το 32 μ.Χ. Όταν ήταν 18 χρόνων ενστερνίστηκε τα κηρύγματα του Αποστόλου Παύλου και βαφτίστηκε χριστιανή. Εγκατέλειψε την οικογένειά της και κήρυξε το Ευαγγέλιο… … Dictionary of Greek
θεόφοβος — (; – 842). Βυζαντινός στρατηγός που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Για την καταγωγή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, ωστόσο, κατά την άποψη άγνωστου χρονογράφου, η μητέρα του ήταν φτωχή και άσημη και ο πατέρας του Πέρσης… … Dictionary of Greek